- σπίνος
- Στρουθιόμορφο πουλί της οικογένειας των Σπιζιδών, γνωστό στην Ελλάδα και ως τσόνι και πίπιζα. Έχει μήκος 17 εκ. μαζί με την ψαλιδωτή ουρά του, μικρό κεφάλι με κωνικό γκρίζο ράμφος και μυτερά φτερά. Το χρώμα των φτερών του ποικίλλει ανάλογα με τις εποχές και το φύλο: την άνοιξη τα αρσενικά έχουν το ανώτερο μέρος του κεφαλιού και τα πλευρά του λαιμού σταχτιά, μέτωπο μαύρο, ράχη καστανή, λαιμό και στήθος κοκκινωπά, ενώ η κοιλιά και το κάτω απ’ την ουρά τμήμα είναι ρόδινα και τα φτερά μαύρα με δυο άσπρες λουρίδες. Το θηλυκό έχει λιγότερο εντυπωσιακά χρώματα. Τρέφεται με καρπούς, έντομα και σπόρους. Το θηλυκό γεννά δύο φορές από 4 ως 6 αβγά που επωάζει επί 12 περίπου ημέρες. Ζει στην Ευρώπη και στη δυτική Ασία και διαχειμάζει στη βόρεια Αφρική.
Ο σπίνος είναι πολύ γνωστός στην Ελλάδα.
* * *ο, ΝΜΑ, και σπίννος Ακοινή σήμερα ονομασία στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στο γένος fringilla τής οικογένειας φρινγκιλλίδες, από τα οποία απαντούν στην Ελλάδα το είδος Fringilla coelebs, κν. σπίνος, και το είδος Fringilla montifringilla, κν. χειμωνόσπινοςαρχ.ονομασία λίθου για τον οποίο πίστευαν ότι ανάβει όταν έλθει σε επαφή με το νερό («ὃν δὲ καλοῡσι σπίνον, ὃς ἦν ἐν τοῑς μετάλλοις... ἐν τῷ ἡλίῳ τιθέμενος καίεται, καὶ μᾱλλον ἐὰν ἐπιψεκάσῃ... τις», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σπίνος ανάγεται στην ίδια οικογένεια με το ρ. σπίζω (ΙΙ) «φωνάζω σαν σπίζα, βγάζω τον ήχο σπι-σπι» και το προσηγορικό σπίζα «γένος ωδικών πτηνών» (πιθ. < ΙΕ ρίζα *[s]pingo- «σπίνος», βλ. λ. σπίζω [ΙΙ]). Ο σχηματισμός τού τ. σπίνος, ωστόσο, έχει επηρεαστεί πιθανότατα από το επίθ. σπινός* «ισχνός» (πρβλ. σουηδ. spink, ονομασία πουλιού, και spink[e] «αδύνατος, ισχνός άνθρωπος»)].
Dictionary of Greek. 2013.